τηρητικῶν

τηρητικῶν
τηρητικός
observant
fem gen pl
τηρητικός
observant
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τηρητικός — ή, όν, Α [τηρῶ (Ι)] 1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.) 2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» οι εμπειρικοί, Γαλ.) 3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”